- ακτινόμετρο
- Όργανο για την ποιοτική και ποσοτική μέτρηση της φωτεινής ακτινοβολίας, κυρίως όμως των υπέρυθρων ακτίνων. Αποτελείται από μια γυάλινη αερόκενη φιάλη που στο εσωτερικό της έχει στρεπτό κατακόρυφο άξονα εφοδιασμένο με ένα σύστημα μεταλλικών πτερυγίων αιθαλωμένων από τη μία τους όψη. Η εντονότερη απορρόφηση της θερμικής ακτινοβολίας από τις αιθαλωμένες όψεις έχει ως αποτέλεσμα –λόγω της άνισης πίεσης που ασκείται στις επιφάνειες των πτερυγίων– την περιστροφή του συστήματος. Παράλληλα, κατάλληλα προσαρτημένο στροφόμετρο μετρά τη συχνότητα περιστροφής, με βάση την οποία υπολογίζεται η ισχύς της ακτινοβολίας. Το α. εφευρέθηκε από τον Γουίλιαμ Κρουκς και τελειοποιήθηκε από μεταγενέστερους φυσικούς.
Ακτινογραφικό μηχάνημα, κινητό κατά τον οριζόντιο άξονα που επιτρέπει την εξέταση του ασθενή στην πιο κατάλληλη κλίση.
Ακτινολογικό μηχάνημα με το οποίο μπορεί να γίνουν και τομογραφίες. Ο σωλήνας καθοδικών ακτίνων που φαίνεται επάνω από την «τράπεζα» μπορεί να κινείται και κατά τη διεύθυνση που δείχνουν τα βέλη. Συγχρόνως και προς αντίθετη διεύθυνση, κινείται η πλάκα της ειδικής θήκης, την οποία δείχνει το διακεκομμένο βέλος.
* * *το (Μετεωρ.)γενικός χαρακτηρισμός τών οργάνων που χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση τής ηλιακής ακτινοβολίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < ακτίς (-ίνα) + μέτρο(ν), πρβλ. αγγλ. actinometer.ΠΑΡ. νεοελλ. ακτινομετρώ].
Dictionary of Greek. 2013.